- τηρήτρια
- ἡ, Αβλ. τηρητής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τηρητής — ο, θηλ. τηρήτρια, η, ΝΜΑ [τηρῶ (Ι)] νεοελλ. αυτός που τηρεί κάτι, που με σεβασμό τό διαφυλάττει (α. «τηρητής τών νόμων» β. «πιστός τηρητής τών εθίμων») μσν. αρχ. 1. αυτός που παρατηρεί, που εποπτεύει κάτι 2. φρουρός, φύλακας («ὁ ὀφθαλμὸς δίκης… … Dictionary of Greek